Μ. ΖΟΡΜΠΑ, Α. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
Εργαστήριο Στοματολογίας, Οδοντιατρική Σχολή Α.Π.Θ.
ΣΤΟΜΑ 2009;37(2):179-186
Η καυσαλγία του στόματος ή στοματοδυνία ή στοματοπύρωση ή στοματαλγία ή στοματική δυσαισθησία είναι η νοσολογική εκείνη οντότητα που χαρακτηρίζεται από μία χρόνια υποκειμενική επώδυνη αίσθηση, η οποία εντοπίζεται σε τμήματα του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας ή στο σύνολό του και που, κατά κανόνα, περιγράφεται από τον ασθενή ως καύσος. Η πιο συχνή περιοχή στην οποία εντοπίζεται είναι τα δύο πρόσθια τριτημόρια της γλώσσας. Στις περιπτώσεις αυτές για την περιγραφή της χρησιμοποιούνται οι όροι γλωσσοδυνία, γλωσσοπύρωση ή γλωσσαλγία. Χαρακτηριστικό της καυσαλγίας είναι η απουσία αντικειμενικών κλινικών σημείων και παθολογικών εργαστηριακών ευρημάτων. Εκδηλώνεται, κατά κύριο λόγο, σε γυναίκες, μέσης και μεγάλης ηλικίας, ιδιαίτερα συχνά σε περιόδους ορμονικών μεταβολών, όπως η κλιμακτήριος και η εμμηνόπαυση, και σε άτομα με ψυχικές διαταραχές ή ψυχοπαθητικό υπόστρωμα. Ανάλογα με το αίτιο διακρίνεται σε ιδιοπαθή και δευτεροπαθή. Στην ιδιοπαθή καυσαλγία τα αίτια παραμένουν άγνωστα, ενώ στη δευτεροπαθή καυσαλγία μπορεί να είναι τοπικά, συστηματικά ή ψυχογενή. Ο ακριβής παθογενετικός μηχανισμός παραμένει αδιευκρίνιστος. Ωστόσο, η πλειονότητα των μελετών συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης νευροπαθητικού υπόβαθρου με συμμετοχή του κεντρικού ή/και του περιφερικού νευρικού συστήματος.
Η διάγνωση της νόσου συχνά αποτελεί πρόβλημα για τον οδοντίατρο, καθώς δεν υπάρχουν σαφή διαγνωστικά κριτήρια. Η θεραπευτική αντιμετώπισή της δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική για όλους τους ασθενείς και παρά το γεγονός ότι, μέχρι στιγμής, έχει προταθεί και δοκιμασθεί στην κλινική πράξη η τοπική και η συστηματική χρήση πολλών και διάφορων θεραπευτικών φαρμάκων και σχημάτων.
ΛEΞEIΣ KΛEIΔIA: Γλωσσοδυνία, Δυσγευσία, Καυσαλγία. Ξηροστομία, Στοματική δυσαισθησία, Στοματοδυνία